εριφυής

εριφυής
ἐριφυής, -ές (Μ)
πολύβλαστος («ἐριφυὴς κριθὴ», Μιχ. Ακομ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + -φυής (< φύω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. αυτο- φυής, ευ-φυής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”